- αυτοκινητιστικές
- η , ό[ν] автомобильный;
αυτοκινητιστικέςές μεταφορές — автомобильный транспорт;
αυτοκινητιστικέςοί αγώνες — автомобильные гонки, ралли;
αυτοκινητιστικές σταθμός — автостанция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.